ὀρέγεται

ὀρέγεται
ὀρέγω
reach
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιθυμητής — ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) [επιθυμώ] 1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτι («τιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.) 2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.) 3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο… …   Dictionary of Greek

  • λειχούδης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά. 1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • παρθενοπίπης — ου, ό Α 1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες 2. αυτός που αποπλανεί παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

  • σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη …   Dictionary of Greek

  • φευκτός — ή, ό / φευκτός, ή, όν, ΝΑ [φεύγω] νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς αρχ. 1. αυτός τον οποίο πρέπει ν αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”